της Ντίνας Τυροβολά
This article will soon be available in English.
Πολλά από τα κείμενα που φτάνουν στα χέρια του καταναλωτή αποτελούν προϊόν μετάφρασης (π.χ. βιβλία, εγχειρίδια οδηγιών χρήσης συσκευών, διαφημιστικό υλικό). Το επάγγελμα του μεταφραστή είναι ένα από τα κατεξοχήν επαγγέλματα που συνδέονται με τη γλώσσα και ο χειρισμός της τελευταίας είναι λίγο-πολύ καθοριστικός για την εξέλιξή της.
Δυστυχώς, τόσο στην προφορική εκφορά της ελληνικής γλώσσας όσο και στη γραπτή χρήση της, διαπιστώνονται πολλά λάθη, συντακτικά, γραμματικά, ορθογραφικά και εκφραστικά. Πέρα από την προσωπική-επαγγελματική διαστροφή καθενός, η υποβάθμιση της ελληνικής γλώσσας είναι γεγονός, με χαρακτηριστικά δείγματα την ευρεία χρήση των greeklish, τη γραφή στα ελληνικά χωρίς τη χρήση τόνων, τη συχνή εισαγωγή αγγλικών λέξεων στον προφορικό και γραπτό λόγο –λέξεων που μπορούν να εκφραστούν στα ελληνικά πάντως- και την καθιέρωση χρήσης της αγγλικής στην εταιρική αλληλογραφία ελληνικών εταιρειών. Θα πρόσθετα, τέλος, και την ασυνεχή μικτή χρήση ελληνικών και αγγλικών από κάποιους τεχνικούς του μάρκετινγκ και των υπολογιστών –αλλά όχι μόνον αυτούς- με αποτέλεσμα να μη βγαίνει νόημα, να μην είναι δυνατή η συνεννόηση και να γράφονται κείμενα, κυρίως μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που λένε πολλά χωρίς να λένε τίποτα.
Δεν μπορώ παρά να κατανοήσω –σε ένα βαθμό- τους λόγους για τους οποίους συμβαίνουν τα παραπάνω: λόγοι ευκολίας, λόγοι πρακτικοί, λόγοι συντομίας, λόγοι καθιέρωσης όρων, λόγοι διεθνοποίησης και λόγοι που σχετίζονται με την ελλιπή σχολική εκπαίδευση και τα ερεθίσματα από το περιβάλλον που χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή δεν χρησιμοποιεί καθόλου την ελληνική. Αυτό που με απασχολεί είναι ότι το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η διαιώνιση της κακής χρήσης της γλώσσας και ο εθισμός μας σε αυτό, σε βαθμό που να μην αντιλαμβανόμαστε ή να μην μας ενοχλούν πλέον τα λάθη.
Στη δουλειά μας, ένα σαφές πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι η ανάγκη μετάφρασης σε οποιαδήποτε γλώσσα ενός κακογραμμένου στα ελληνικά κειμένου. Αυτό δημιουργεί πρόβλημα και στην κατανόηση και στη μετάφραση, θέτοντας τις βάσεις για μια κακή μετάφραση. Χρειάζεται συνεννόηση με τον πελάτη και υπόδειξη των λαθών για να διορθωθεί πρώτα το πρωτότυπο κείμενο. Έπειτα, στη μετάφραση, τα διλήμματα του μεταφραστή/της μεταφράστριας είναι πολλά. Ποιες θα πρέπει να είναι οι επιλογές του/της σε όρους και λέξεις, πέρα από την τήρηση των γραμματικών, συντακτικών και ορθογραφικών κανόνων, ώστε να έχει σωστή έκφραση και να γίνεται κατανοητός/ή από το ευρύ και το ειδικό αναγνωστικό κοινό του/της; Μερικά παραδείγματα: τι γίνεται με τις λέξεις «internet», «email», «bit», «communicate», «supermarket»; Και ενώ μπορεί κάποιες επιλογές να είναι θέμα προτίμησης ύφους του/της μεταφραστή/τριας, π.χ. το αν θα μεταφράσεις το «email», άλλες όμως μπορεί να είναι συνάρτηση του είδους του κειμένου και κατ’ επέκταση του είδους του αναγνωστικού κοινού. Το bit λοιπόν σε ένα επιστημονικό κείμενο μπορεί να είναι, για παράδειγμα, καλύτερο να μεταφραστεί «διφίο» από ό,τι να παραμείνει «bit». Έτσι, στα προβλήματα που προκύπτουν από την κακή σύνταξη των κειμένων έρχονται να προστεθούν διλήμματα που έχουν να κάνουν με την απόδοση των ίδιων των όρων κι εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, όπως π.χ. το προσωπικό ύφος του/της μεταφραστή/τριας, το είδος του κειμένου και το κοινό ή το στόχο.
Χωρίς το άρθρο αυτό να αποτελεί μια εμπεριστατωμένη και λεπτομερή μελέτη για τη χρήση της γλώσσας γενικά ή/και από τους/τις μεταφραστές/τριες ειδικά, γίνεται κατανοητό πως η γλώσσα είναι ένα εργαλείο με χρήση δυναμική που απαιτεί γνώση, αλλά και ευαισθησία. Θα πρέπει να σκεφτούμε λοιπόν, ποιος είναι ή ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του/της μεταφραστή/τριας κατά τη χρήση της γλώσσας, τι επιπτώσεις έχει η κακή χρήση της και πώς μπορεί ως επιστήμονας των γλωσσών να συμβάλλει στη διατήρηση του γλωσσικού πλούτου και του πολιτιστικού φορτίου που φέρει κάθε γλώσσα.