Συνέντευξη του μήνα – Γιάννης Καλιφατίδης
(Μεταφραστής – μουσικός)

Please scroll down to read the interview in English.

Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με τη μετάφραση και με τη μουσική; Ποια είναι η κύρια απασχόλησή σου σήμερα;

Η ιστορία με τη μουσική κρατάει από την εφηβεία μου. Ίσως ξεκίνησε από περιέργεια, ίσως από αντίδραση, ίσως από μια ανάγκη για έκφραση. Όπως κι αν ξεκίνησε, η αλήθεια είναι ότι έζησα πάρα πολλά χρόνια προσαρμόζοντας την καθημερινότητά και τη ζωή μου ολόκληρη σε αυτό που λέγεται εναλλακτικό ροκ, αν και σήμερα θα το ονόμαζα μάλλον rock’n’roll. Για πολλά χρόνια ζούσα με μοναδικό μέλημα να ηχογραφώ δίσκους και να παίζω λάιβ – με το όποιο τίμημα σε ό,τι αφορά ανέσεις, επαγγελματική καριέρα σε αυτό που σπούδασα κτλ. Η μουσική ήταν ανέκαθεν απαραίτητη για να διατηρώ μια εσωτερική τάξη. Όταν για κάποιο διάστημα σταμάτησα να κάνω μουσική, χρειάστηκα κάτι άλλο για να ισοσταθμίσω το χάος που κατά τα άλλα με διέπει. Οπότε, βρήκα διέξοδο στη μετάφραση. Λίγο προτού αποφοιτήσω από το ΕΚΕΜΕΛ, έλαβα την πρώτη μου ανάθεση για λογοτεχνική μετάφραση και έκτοτε τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Πέρα από το πάθος και το συναίσθημα, η μετάφραση και η μουσική λειτουργούν για μένα πάνω σε μια βάση μαθηματικής λογικής, τρόπον τινά σαν αλγόριθμος. Λέξεις ή νότες που πρέπει να μπουν σε μια σειρά και να σχηματίσουν ένα αρμονικό σύνολο.

Εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία, η λογοτεχνική και θεατρική μετάφραση είναι για μένα το μοναδικό μέσο βιοπορισμού. Η μουσική είναι πλέον χόμπι, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι την αντιμετωπίζω με λιγότερη σοβαρότητα.

 

Σε ένα πρόσφατο άρθρο διαβάσαμε την άποψη ότι η μετάφραση μπορεί να παρομοιαστεί με μια νέα εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού. Συμφωνείς με αυτή την παρομοίωση;

Ναι, μάλλον θα συμφωνήσω. Στην πραγματικότητα, επανεκτελείς και διασκευάζεις ένα έργο, είτε αυτό είναι κείμενο είτε μουσικό έργο. Καλείσαι να το μεταγράψεις σε μιαν άλλη γλώσσα και να το προσεγγίσεις με πάθος και σεβασμό. Πέρα από το όποιο ταλέντο και την τεχνική κατάρτιση ή ακόμα και τον υψηλό βαθμό βιβλιοφαγίας ενός μεταφραστή, θεωρώ ότι αυτά είναι δύο από τα σημαντικότερα κριτήρια για να πετύχει μια μετάφραση. Να μπεις βαθιά στο πετσί του συγγραφέα, να νιώσεις τον μουσικό ρυθμό πίσω από λέξεις και φράσεις, να συρθείς νοερά μαζί του στα καταγώγια και στα ιδρύματα, όπως στην περίπτωση του Ελβετού Friedrich Glauser που πάσχιζε μια ζωή να αποτοξινωθεί από τη μορφίνη. Όπως δηλαδή συμβαίνει και με ένα μουσικό έργο. Πολλές είναι οι διασκευές αλλά λίγες οι μπάντες που επαναπροσεγγίζουν το έργο δημιουργικά, σαν να το έχουν γράψει οι ίδιες. Αλλιώς μένεις απλώς μια cover band ή ένας cover μεταφραστής.

 

Ποια κοινά σημεία βρίσκεις μεταξύ της μουσικής και της λογοτεχνίας, και σε δεύτερο στάδιο, της λογοτεχνικής μετάφρασης;

Από τεχνικής άποψης, αμφότερα λειτουργούν με φράσεις, μουσικές ή κειμενικές. Σε ό,τι αφορά τη δημιουργία, πρόκειται για υψηλές μορφές τέχνης, δεδομένου ότι δίνουν στον δημιουργό την ευκαιρία να εξωτερικεύσει και να μοιραστεί τον ψυχικό του κόσμο. Αμφότερα γεννούν στον ακροατή ή στον αναγνώστη έντονα συναισθήματα. Θα έλεγα μάλιστα ότι ως προς αυτό η μουσική μάλλον υπερτερεί, μιας και μέσα σε 3-4 λεπτά μπορεί να σε εκτινάξει στα ουράνια ή να σε γκρεμίσει στην άβυσσο. Αντίθετα, ένα βιβλίο χρειάζεται πολύ περισσότερο χρόνο για να σε κερδίσει και να σε συγκλονίσει. Υπό αυτή την έννοια, η μουσική λειτουργεί πιο άμεσα. Ωστόσο, επειδή εν γένει διαβάζουμε πολύ λιγότερα βιβλία απ’ ό,τι ακούμε μουσική, ένα καλό βιβλίο θα μείνει μέσα σου ανεξίτηλα χαραγμένο όπως και ένα τραγούδι που αγάπησες.

 

Από τα βιβλία που έχεις μεταφράσει, ποιο θα έλεγες ότι σε “σημάδεψε” περισσότερο και γιατί; 

Ένα βιβλίο στο οποίο ανατρέχω συχνά είναι Οι δακτύλιοι του Κρόνου του Γερμανού W. G. Sebald από τις εκδόσεις Άγρα. Αν και είχα την τύχη να μεταφράσω τέσσερα βιβλία του, το συγκεκριμένο αγγίζει κατά τη γνώμη μου το ανέφικτο, όχι μόνο όσον αφορά την εκφραστική δύναμη αλλά και τα θέματα που πραγματεύεται. Πρόκειται για έργο σπάνιας ευαισθησίας και βαθιά μελαγχολικό. Η πορεία του σύγχρονου πολιτισμού που καταλήγει στον ναζισμό παρομοιάζεται με τα απορρίμματα που εναποτίθενται υπό μορφή αστρικής σκόνης στους δακτυλίους του πλανήτη Κρόνου, συρρικνώνοντας τρόπον τινά τον ίδιο. Ο πολιτισμός μας δεν είναι παρά ένα γιγάντιο δέντρο που όσο μεγαλώνει και απλώνει κλαδιά, τόσο αποδυναμώνεται ο κορμός του, όντας αδύναμος να θρέψει τα παιδιά του. Γι’ αυτό και τα καταστρέφει – για να επιβιώσει ο ίδιος. Εκτός από πλανήτης, ο Κρόνος είναι ο τιτάνας της μυθολογίας που κατασπαράζει τα παιδιά του, από φθόνο, λαιμαργία, άγνοια και φόβο.

Όταν μετέφραζα το βιβλίο, ήταν στιγμές που μου ήταν αδύνατον να προχωρήσω. Συχνά κοιτούσα τις φράσεις μη τολμώντας να τις μεταφέρω στο χαρτί, από τρόμο, θλίψη ή ακόμη και οργή. Αν μου ζητούσες να βρω ένα αντίστοιχο μουσικό είδος, θα έλεγα μάλλον πως όταν διαβάζεις Sebald είναι σαν να ακούς τους Καναδούς Godspeed! You Black Emperor, οι οποίοι μάλιστα με συνόδευαν καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταφραστικής διαδικασίας. Υπό αυτή την έννοια, Οι δακτύλιοι του Κρόνου είναι ένα βιβλίο όπου άλλοτε εναλλάσσονται και άλλοτε συνυπάρχουν η απόλυτη σιωπή και ο εκκωφαντικός θόρυβος.

 

Interview of the month – Yannis Kalifatidis
(Translator – musician)

What sparked your interest in translation and music? What is your main occupation today?

My relationship with music started in my teenage years. Perhaps out of curiosity, perhaps as a reaction, or maybe as a need to express myself. No matter how it started, the truth is that I spent many years adjusting my everyday life and my whole existence to the genre that is known as alternative rock, although today I would rather qualify it as rock’n’roll. For many years, my only concern was to record albums and to appear in live shows – which took its toll on my resources, on my career in the field of my studies etc. Music has always been necessary for me to be able to maintain some kind of internal order. When I stopped playing music for a while, I needed something else to compensate the chaos that generally characterizes me, so I found a way out through translation. Just before I graduated from EKEMEL, I got my first literary translation job and after that, things worked out on their own. Besides passion and emotion, translation and music are based on a mathematical logic, in a sort of an algorithm. Words or notes that must be put in the right order to create a harmonic whole.

During the last decade, literary and theatrical translation is my only livelihood. I only play music as a hobby, but that does not mean I see it less seriously than before.

 

In a recent article, we read that translation can be seen as the cover version of a track. Do you agree with this view?

Yes, I think I do. Actually, you create a new version of a work of art, be it a text or a music track. Your task is to rewrite it into a different language and to handle it with passion and respect. Besides the translator’s talent and technical training, or even his/her love for reading, I believe that these are two of the essential criteria that define a translation’s success. You have to get under the original author’s skin, to feel the musical rhythm behind words and phrases, to be mentally dragged along between dives and institutions, like in the case of the Swiss author Friedrich Glauser, who was struggling to get off morphine throughout his life. The same thing happens with a musical piece. There are many covers, but few are the bands that reapproach the piece creatively, as if they had written it themselves. Otherwise you are nothing more than a mere cover band or a cover translator.

 

In your opinion, what are the common elements between music and literature, and on a second level, literary translation?

From a technical point of view, both music and literature work with phrases, either musical or textual. As far as creativity is concerned, they are both high forms of art, as they offer the artist the opportunity to express and share his inner self. Both evoke intense emotions in the listener or reader. Indeed, I would say that music is even stronger in this respect, as it can lift you to the sky or throw you in the abyss in the space of 3-4 minutes.  On the other hand, you need much more time to feel touched and deeply shaken by a book. In this sense, music acts more directly. However, since generally we read much less books than we listen to music, a good book will stay with you forever, just like a song you really love.

 

Among the books you have translated, which one has stayed with you the most and why?

A book that I often go back to is The rings of Saturn by German author W. G. Sebald, published by Agra Publications. Although I had the luck to translate four of his books, I think that this specific book borders on the impossible, not only in terms of its power of expression, but also in terms of the themes it discusses. It is a deeply melancholic book, filled with a rare sensitivity. The course of modern civilization which ends up in Nazism is likened to the waste that accumulates in the form of dust on the rings of planet Saturn, causing the planet itself to shrink. Our civilization is nothing more than a gigantic tree; as it grows and spreads out its branches, its trunk becomes weaker and weaker, unable to feed its own children. That is why it ultimately destroys them – in order to survive. Besides a planet, in Greek mythology Saturn is also a Titan, who devours its children out of envy, gluttony, ignorance and fear.

While translating the book, at times I found it impossible to go on. I often stared at the phrases, afraid to put them on paper, dampened by fear, sadness or even anger. If I was asked to name a musical genre that corresponds to this book, I would say that reading Sebald is like listening to the Canadian band Godspeed! You Black Emperor, who actually kept me company throughout the translation process. In this sense, the Rings of Saturn is a book where absolute silence and deafening noise both alternate and coexist at times.

 Συνέντευξη του μήνα – Παναγιώτης Καράνταης

(Μεταφραστής, γλωσσικός συντονιστής)

Please scroll down to read this interview in English. 

Μίλησέ μας για σένα. Τι έχεις σπουδάσει και πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με την τοπικοποίηση;

Ως προπτυχιακός φοιτητής σπούδασα Γερμανική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου επέλεξα μια σειρά μαθημάτων μετάφρασης ως μαθήματα κατεύθυνσης. Παράλληλα, εργαζόμουν στην Πανελλήνια Ένωση Μεταφραστών (ΠΕΜ) ως γραμματέας, κάτι που με έφερνε καθημερινά σε τριβή με μεταφραστικά θέματα (τόσο σχετικά με μεταφρασεολογία, όσο και καθαρά επαγγελματικά θέματα που αντιμετωπίζουν οι μεταφραστές).

Μετά την αποφοίτησή μου, ασχολήθηκα ενεργά με τη μετάφραση ως εσωτερικός μεταφραστής σε μια μεταφραστική εταιρεία με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Αργότερα, ξεκίνησα να εργάζομαι ως εσωτερικός αναθεωρητής και διαχειριστής έργων σε ένα μεταφραστικό κέντρο. Έπειτα από ένα χρόνο, αποφάσισα να έρθω σε επαφή με την πιο τεχνική πλευρά των πραγμάτων, οπότε και ξεκίνησα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λίμερικ (UL) της Ιρλανδίας, όπου απέκτησα τον τίτλο “Master of Science in Global Computing and Localisation”. Ως απόφοιτος του UL και εγκατεστημένος στην Ιρλανδία -τη “Μέκκα” της τοπικοποίησης στην Ευρώπη, αν όχι παγκοσμίως- υπήρξαν σχεδόν άμεσα ευκαιρίες για ενασχόλησή με την τοπικοποίηση, τόσο σε παρόχους μεταφραστικών υπηρεσιών (vendor side), όσο και στα τμήματα τοπικοποίησης των διάφορων εταιρειών πληροφορικής που δραστηριοποιούνται εδώ (customer side).

Επί του παρόντος, εργάζομαι ως Γλωσσικός Συντονιστής στην Ariba, an SAP Company, όπου είμαι υπεύθυνος για την ποιότητα των γλωσσών στις οποίες τοπικοποιούμε τα προϊόντα μας.

 

Τελευταία ακούγεται αρκετά και το glocalisation στον κλάδο. Ποια η διαφορά του από το localisation;

Υπάρχουν πολλά “buzzwords” που χρησιμοποιούνται στον χώρο (όπως συμβαίνει και σε άλλους κλάδους), π. χ. internationalisation, regionalisation, transcreation, glocalisation κλπ. Στην ουσία, πρόκειται για παρόμοιες πρακτικές οι οποίες αποσκοπούν στη δημιουργία τελικού περιεχομένου το οποίο είναι προσαρμόσιμο στις γλωσσικές, πολιτισμικές και επιχειρηματικές ανάγκες του τελικού χρήστη. Η δημιουργία του αρχικού περιεχομένου γίνεται, λοιπόν, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις αγορές στις οποίες θα διατεθεί, έτσι ώστε να μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί στις ανάγκες της εκάστοτε αγοράς.

Για παράδειγμα, όταν μιλάμε για internationalisation (i18n), που είναι ο πιο ευρέως διαδεδομένος όρος, εννοούμε την τήρηση πρακτικών και τη χρήση στρατηγικών οι οποίες καθιστούν το περιεχόμενο που δημιουργείται εύκολα “τοπικοποιήσιμο”, είναι δηλαδή έτοιμο για τοπικοποίηση [localisation (l10n)]. Αυτό μπορεί να σημαίνει, για παράδειγμα, ότι ο κώδικας που έχει χρησιμοποιηθεί υποστηρίζει γλώσσες με γραφή από δεξιά προς αριστερά, υπάρχει χώρος για επέκταση των προτάσεων, υποστήριξη διαφορετικών ημερολογίων κλπ (τεχνικά θέματα), ή, πιο απλά, ότι δεν γίνεται χρήση περιεχομένου το οποίο είναι κατανοητό μόνο σε συγκεκριμένους πολιτισμούς. Οι βέλτιστες πρακτικές είναι πολλές και, όταν ακολουθούνται, κάνουν τη ζωή των μεταφραστών πολύ πιο εύκολη!

 

Ποια είναι τα βασικά εργαλεία και οι γνώσεις που απαιτούνται για το localisation και πόσο δύσκολη είναι η εξοικείωση μαζί τους κατά τη γνώμη σου;

Κάθε εταιρεία, τουλάχιστον κατά τη δική μου εμπειρία, χρησιμοποιεί διαφορετικά εργαλεία (είτε δημοφιλείς λύσεις τις οποίες συνήθως έχουν προσαρμόσει για δική τους χρήση, ή εργαλεία που έχουν αναπτύξει συγκεκριμένα ώστε να ταιριάζουν στις δικές τους ανάγκες και στο περιεχόμενό τους. Οπότε, το πιο βασικό είναι κανείς να έχει μια βασική κατανόηση του κύκλου ζωής της τοπικοποίησης, πού ξεκινάει δηλαδή το περιεχόμενο, από ποια στάδια περνάει και πού καταλήγει, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιεί τα εργαλεία που του παρέχονται προς αυτόν τον σκοπό. Στις μεγάλες εταιρείες συνήθως χρησιμοποιούνται ολιστικά εργαλεία που διαχειρίζονται τόσο το περιεχόμενο (content management), όσο και τις μεταφράσεις (translation management), την ορολογία (terminology management), τη διασφάλιση της ποιότητας (QA management) κλπ.

Παράδειγμα τέτοιων εργαλείων είναι το Worldserver (SDL), το Globalsight (WeLocalize) κ. α. Τα εργαλεία αυτά μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους, ωστόσο οι βασικές τους λειτουργίες είναι παρόμοιες, οπότε η εξοικείωση μαζί τους δεν είναι δύσκολη. Εξάλλου, οι περισσότερες εταιρείες οργανώνουν σεμινάρια επιμόρφωσης των μεταφραστών, ώστε να αποκτούν ευχέρεια χρήσης των εργαλείων αυτών. Συνήθως, η μη χρήση των εργαλείων που χρησιμοποιεί η εκάστοτε εταιρεία συνεπάγεται διακοπή της συνεργασίας, οπότε είναι σημαντικό ο μεταφραστής/αναθεωρητής να είναι εξοικειωμένος με τη χρήση τους.

Όσον αφορά την τοπικοποίηση γενικότερα, είναι σημαντικό οι μεταφραστές να έχουν πολύ βασικές γνώσεις προγραμματισμού, ώστε να αντιλαμβάνονται γιατί κάποια αλλαγή που κάνουν μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα, να κατανοούν πώς να διαχειρίζονται τις μεταβλητές που μπορεί να εμφανίζονται στο περιεχόμενο, να ερμηνεύουν τυχόν πληροφορίες που μπορεί να τους παρέχονται σχετικά με το περιεχόμενο, να κατανοούν τις έννοιες της αποκοπής (truncation), της συνένωσης (concatenation) κλπ.

 

Ποια είναι η γνώμη σου για την “αυτόματη μετάφραση” και πώς πιστεύεις ότι θα επηρεάσει το μέλλον του μεταφραστικού κλάδου;

Η “αυτόματη μετάφραση” είναι, κατά τη γνώμη μου, ήδη παρούσα. Ωστόσο, προσωπικά, δεν τη βλέπω ως εχθρό του μεταφραστή, καθώς χρησιμοποιείται για πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο το οποίο διαφορετικά είτε δεν θα μεταφραζόταν, είτε θα ήταν εξαιρετικά ανιαρό για έναν μεταφραστή. Η μετάβαση αυτού του περιεχομένου στην “αυτόματη μετάφραση” απελευθερώνει περισσότερους πόρους για ενασχόληση με πιο δημιουργικό περιεχόμενο, το οποίο απαιτεί τη μεταφραστική ευαισθησία που μόνο ένας μεταφραστής μπορεί να αποδώσει. Εξάλλου, τα εργαλεία αυτόματης μετάφρασης μπορούν διαρκώς να βελτιώνονται από τους μεταφραστές (ως αναθεωρητές) δίνοντας τους την ευχέρεια να παράγουν πολύ μεγαλύτερο μεταφραστικό όγκο -όπως άλλωστε γίνεται τις τελευταίες δεκαετίες με τα προγράμματα υποβοηθούμενης μετάφρασης.

Η χρήση αυτόματης μετάφρασης σε περιεχόμενο το οποίο δεν δημιουργήθηκε με αυτόν τον σκοπό, π. χ. δίχως τη χρήση ελεγχόμενης γλώσσας (controlled language), ή σε περιεχόμενο που χρειάζεται ανθρώπινη παρέμβαση, π.χ. περιεχόμενο μάρκετινγκ, είναι λανθασμένη πρακτική και αποφεύγεται από τις περισσότερες εταιρείες.

 

Interview of the month – Panagiotis Karantais

(Translator, Linguistic coordinator)

 

Tell us about yourself and your studies. How did you start your career in localisation?

I obtained my bachelor’s degree in German literature from the Aristotle University of Thessaloniki, where I chose a series of translation classes as my direction. While studying, I was working as secretary at the Panhellenic Association of Translators (PEM), where I had to deal with translation issues on a daily basis (regarding both translation theory and professional issues facing translators today). 

Following my graduation, I started working as an in-house translator at a translation company headquartered in Thessaloniki. Later, I began working as an in-house reviewer and project manager at a translation centre. One year later, I decided to delve into the technical aspect of things, so I started my master’s degree at the University of Limerick (UL) in Ireland, obtaining a “Master of Science in Global Computing and Localisation”. As a UL graduate living in Ireland —the “Mecca” of localization in Europe, if not worldwide— I soon found opportunities to work in localization, both at translation service providers (vendor side) and at the localization departments of the numerous IT companies that are active in the country (customer side). 

Currently, I work as Linguistic Coordinator at Ariba, an SAP Company, where I am responsible for the quality of the languages into which our products are localized.

Lately the term “glocalisation” is also gaining ground in the sector. What is glocalisation and how does it differ from localisation?

There are several “buzzwords” used in the sector (as in other sectors as well), e.g. internationalisation, regionalisation, transcreation, glocalisation etc. These are essentially similar practices that aim at the creation of final content, which is adjustable to the linguistic, cultural and business needs of the end user. Therefore, the original content is created taking into account all the markets in which it will be available, so that it can easily be adjusted to each market’s individual needs. 

To give an example, the notion of internationalisation (i18n), which is a widely used term, means the adhesion to standards and the use of strategies that render the created content easily “localizable”, i.e. ready to be localized [localisation (l10n)]. This can mean, for example, that the code used supports languages that are written from right to left, that there is enough space to extend the sentences, that different calendars are supported etc (technical issues) or, simply, that the content used does not make sense only to specific cultures. There are several best practices, which, when used, can make the translators’ work way easier!

 

Which are the main tools and the knowledge required for localisation and is it difficult to learn how to use them in your opinion?

In my experience, every company uses different tools (either popular solutions that have been adjusted to their own needs or tools developed specifically by them to fit their needs and content). Therefore, what’s important for a translator is to have a basic understanding of the localization life cycle, meaning: where the content starts, which stages it goes through and where it ends up, so that he or she can use the tools offered for this purpose. Large companies usually make use of holistic tools that cover content management, translation management, terminology management, QA management functions, etc. Some of these tools are Worldserver (SDL), Globalsight (WeLocalize), among others. Although the tools may differ, their main functions are similar, making it easier for professionals to learn how to use them. Furthermore, most companies organise training seminars to familiarise their translators with the use of these tools. Usually, if a translator cannot use the company’s tools, the working relationship is terminated, therefore it is important for them to be familiar with their use.

As regards localization in general, it is important for translators to have very basic knowledge of programming, which enables them to understand why changes they make can create problems, to know how to manage the variants that may be included in the content, to correctly interpret the information that they receive regarding the content, to understand the notions of truncation, concatenation, etc.

 

What is your opinion on “automatic translation” and how do you think it will influence the future of the translation sector?

In my opinion, “automatic translation” is already here. However, I don’t see it as the translator’s enemy, as it is used for very specific content, which would otherwise not be translated or which would be extremely boring for a translator. The translation of this type of content through “automatic translation” increases the availability of translators for more creative content, which requires a kind of sensitivity that only a human translator can offer.  After all, automatic translation tools can always be improved thanks to the work of translators (as reviewers), giving them the chance to produce much larger translation volumes –as is already happening with computer assisted translation tools for the last few decades. 

The use of automatic translation for content that was not created for this purpose, e.g. without the use of controlled language, or for content that requires human intervention, e.g. marketing content, is a wrong practice and is generally avoided by most companies.

 

Λόγω της άγνοιας που επικρατεί γύρω από το επάγγελμα του μεταφραστή αλλά και με αφορμή την κρίση (ή καλύτερα ύφεση) που βιώνουμε, ως μεταφραστές ακούμε συχνά πυκνά το ερώτημα: γιατί η μετάφραση να είναι «τόσο ακριβή»; Εδώ θα ήθελα λοιπόν να εξηγήσω σε τι ακριβώς συνίσταται αυτό που λέμε μετάφραση και πώς διαμορφώνονται οι τιμές της, για να αποπειραθώ να δώσω μια απάντηση σε αυτό το αιώνιο ερώτημα.

Η προετοιμασία

Η λήψη ενός νέου έργου από το μεταφραστή, είτε αυτό προέρχεται από μεταφραστική εταιρεία είτε από άλλον πελάτη (αλλά ιδίως στη δεύτερη περίπτωση) συνεπάγεται μια σχετική προετοιμασία. Μόλις λάβει το ή τα προς μετάφραση αρχεία, ο μεταφραστής πρέπει να μετρήσει τον όγκο τους για να προσδιορίσει και την τιμή που θα δώσει στον πελάτη του. Αυτό δεν είναι πάντα τόσο εύκολο: κάποιες φορές αρκεί να ανοίξει το έγγραφο και να μετρήσει τις λέξεις, αλλά αυτή θα λέγαμε ότι είναι μάλλον η λιγότερο παρά η περισσότερο πιθανή περίπτωση. Τα αρχεία που καλείται να μεταφράσει ένας μεταφραστής μπορεί να έχουν διάφορες μορφές (pdf, word, power point, excel, json, html, και ούτω καθεξής) και από τη στιγμή που θα τα λάβει, υπάρχουν δύο πιθανότητες:

α) το αρχείο είναι επεξεργάσιμο: τέλεια! Ανάλογα με το αν το αρχείο περιέχει επαναλήψεις ή όχι και με το μεταφραστικό εργαλείο που καλείται να χρησιμοποιήσει, ο μεταφραστής προβαίνει στην ανάλυση του αρχείου και καταμέτρηση των λέξεων με το μεταφραστικό πρόγραμμα της επιλογής του και στη συνέχεια υπολογίζει την τιμή που θα δώσει στον πελάτη του βάσει του αποτελέσματος αυτής της καταμέτρησης. Να εξηγήσουμε εδώ ότι οι επαναλήψεις είναι ουσιαστικά οι προτάσεις που επαναλαμβάνονται στο κείμενο και συνήθως χρεώνονται σε χαμηλότερη τιμή από την τιμή της «νέας λέξης», καθώς θεωρείται ότι η επεξεργασία και μετάφρασή τους απαιτεί λιγότερο χρόνο.

β) το αρχείο δεν είναι επεξεργάσιμο: ωχ! Αυτό σημαίνει ότι ο μεταφραστής μας πρέπει είτε να βρει ένα τρόπο να μετατρέψει το αρχείο σε επεξεργάσιμη μορφή (βλ. μετατροπή pdf σε word, που κάποιες φορές δεν είναι καν δυνατόν) είτε να χρησιμοποιήσει τις «μαντικές του ικανότητες» για να υπολογίσει κατά προσέγγιση τον αριθμό των λέξεων. Αυτό συνήθως σημαίνει ότι πρέπει να υπολογίσει τον αριθμό των λέξεων με το μάτι, και όπως φαντάζεστε, σ’αυτή τη διαδικασία χωρούν πολλά λάθη, τόσο προς όφελος όσο και εις βάρος του μεταφραστή.

Η μετάφραση

Ο μεταφραστής μας έχει εξασφαλίσει την ανάθεση του έργου, κατάφερε επιτέλους να ανοίξει τα αρχεία του με το μεταφραστικό του πρόγραμμα και είναι έτοιμος να ξεκινήσει τη δουλειά του. Τι συνεπάγεται λοιπόν αυτό;

α) έρευνα-αναζήτηση ορολογίας

Κάθε πεδίο και κλάδος της ανθρώπινης γνώσης έχει διαμορφώσει τη δική του ορολογία και το δικό του λεξιλόγιο. Δυστυχώς, οι μεταφραστές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν τα πάντα, οπότε μεγάλο μέρος των καθηκόντων τους κατά τη μετάφραση ενός νέου έργου είναι η έρευνα (στο διαδίκτυο, σε λεξικά, ενίοτε και στο δρόμο) και αναζήτηση της σχετικής ορολογίας. Αυτό το μέρος της δουλειάς μπορεί να πάρει από 2 λεπτά μέχρι αρκετές ώρες (ίσως και μέρες, αν είναι πολύ άτυχος) και περιλαμβάνει από απλή αναζήτηση στο google images μέχρι τηλεφωνήματα και email σε γνωστούς και φίλους και υποβολή ερωτήσεων σε μεταφραστικά φόρουμ. Περισσότερα για αυτή τη διαδικασία σε αυτό το άρθρο της Κλεοπάτρας Ελαιοτριβιάρη.

β) αναζήτηση των κατάλληλων εκφράσεων στη γλώσσα προορισμού

Όπως και με την ορολογία, ο κάθε κλάδος έχει διαμορφώσει το δικό του ύφος και υιοθετήσει τις δικές του εκφράσεις. Άλλος είναι ο καβγάς μεταξύ δύο φίλων σε ένα λογοτεχνικό κείμενο και άλλες οι διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων μιας σύμβασης, άλλο το γουργούρισμα του στομαχιού μας και άλλες οι νόσοι του στομάχου. Παρότι σχεδόν όλοι οι μεταφραστές αργά ή γρήγορα εξειδικεύονται σε ένα (ή τουλάχιστον λίγα) είδη κειμένων και σιγά σιγά αναπτύσσουν μεγαλύτερη οικειότητα με τις εκφράσεις και το ύφος του κλάδου με τον οποίον ασχολούνται, σίγουρα θα τους τύχει να μεταφράσουν πολλά διαφορετικά κείμενα στη ζωή τους και άρα πρέπει κάθε φορά να προσαρμόζονται στις ειδικές απαιτήσεις τους.

γ) εύρεση του κατάλληλου τρόπου ανασύνταξης του λόγου

Αυτό είναι και το πιο δημιουργικό (και πιο δύσκολο) κομμάτι της μετάφρασης και προσωπικά μου θυμίζει τη διαδικασία λύσης των εξισώσεων στα μαθηματικά του λυκείου. Ενίοτε οι προτάσεις του πρωτοτύπου είναι συντεταγμένες με τρόπο που δεν απαιτεί μεγάλες αλλαγές κατά τη μετάφρασή τους στη γλώσσα προορισμού. Παρόλα αυτά, και ιδίως στην περίπτωση των ελληνικών, που συντακτικά διαφέρουν αρκετά από τις λατινογενείς γλώσσες (μιας και από αυτές καλούμαστε συνήθως να μεταφράσουμε), συχνά το έργο του μεταφραστή συνίσταται στην αποδόμηση του πρωτοτύπου και στη συνέχεια στην αναδόμηση του λόγου στη μετάφραση με τρόπο που ακούγεται φυσικός στα ελληνικά. Αυτή η διαδικασία μπορεί να είναι αρκετά χρονοβόρα, ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας της σύνταξης του πρωτοτύπου και τη διαφορετικότητά της από τη γλώσσα προορισμού.

Η τελική επεξεργασία

Αφού λοιπόν η διαδικασία της μετάφρασης ολοκληρωθεί, ο μεταφραστής πρέπει να περάσει στο τρίτο στάδιο της δουλειάς του, που είναι η τελική επεξεργασία του κειμένου. Αυτό το στάδιο διαφέρει σημαντικά ανάλογα με τον τύπο του αρχείου, τη δυσκολία του περιεχομένου, τον τελικό αποδέκτη και τους όρους της συμφωνίας με τον πελάτη, αλλά σε γενικές γραμμές αποτελείται από τρία στάδια:

α) τελική ανάγνωση-έλεγχος του κειμένου

Αφού ολοκληρώσει τη μετάφραση, ο μεταφραστής πάντα (ή σχεδόν πάντα…) ξαναδιαβάζει το αποτέλεσμα του έργου του. Αυτή η διαδικασία είναι εξαιρετικά σημαντική για να διασφαλιστεί ότι δεν έχουν μείνει κάποια σημεία του κειμένου αμετάφραστα, ότι δεν υπάρχουν απροσεξίες και τυπογραφικά λάθη και ότι η μετάφραση αντιστοιχεί πλήρως στο πρωτότυπο αρχείο.

β) ορθογραφικός έλεγχος

Ο ορθογραφικός έλεγχος είναι ο καλύτερος φίλος μας. Εντοπίζει από αμετάφραστα σημεία μέχρι τυπογραφικά και κάποιες φορές συντακτικά λάθη και θεωρείται απαραίτητος για τη διασφάλιση της ποιότητας του τελικού αποτελέσματος.

γ) έλεγχος και προσαρμογή της μορφοποίησης

Αυτό το στάδιο μπορεί να είναι ένα από τα πιο χρονοβόρα στάδια της τελικής επεξεργασίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι μεταφραστές καλούνται να παραδώσουν τη μετάφρασή τους με την ίδια ακριβώς μορφή στην οποία την έλαβαν, το οποίο σημαίνει ότι μετά τη μετάφραση (και συνήθως, εξαγωγή από το μεταφραστικό τους εργαλείο) πρέπει να διασφαλίσουν ότι δεν έχουν γίνει αλλαγές στη μορφοποίηση και ότι όλα βρίσκονται στη θέση τους. Πρόκειται για μια πολύ πρωτόγονη διαδικασία DTP, η οποία ωστόσο δεν πληρώνεται επιπλέον και συνήθως θεωρείται αυτονόητη από τους πελάτες ή τις μεταφραστικές εταιρείες, παρότι δεν έχει άμεση σχέση με τη μετάφραση αυτή καθεαυτή.

Θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμα, αλλά φοβάμαι ότι θα κουράσω. Σημασία έχει να γνωρίζουμε ότι η χρέωση της κάθε λέξης περιλαμβάνει την προετοιμασία, την έρευνα, τον έλεγχο, τη μορφοποίηση του κειμένου και διάφορα διαχειριστικά καθήκοντα που συχνά δεν λαμβάνονται υπόψη από τους πιθανούς πελάτες. Κάθε βήμα αυτής της πολύπλοκης διαδικασίας που λέγεται μετάφραση απαιτεί χρόνο, κόπο και επαγγελματισμό. Αυτά είναι τα επιμέρους στοιχεία που διαμορφώνουν τις τιμές της μετάφρασης. Σε αντίθεση με αυτό που συχνά πιστεύεται, η μετάφραση δεν είναι μια δουλειά που «μπορεί να κάνει ο καθένας, απλά δεν έχει χρόνο». Δοκιμάστε το και θα με θυμηθείτε.