Όταν ξεκίνησα να μαθαίνω τουρκικά διαπίστωσα (όχι με τόση έκπληξη, ομολογώ) ότι πολλές από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε τόσο συχνά χωρίς ούτε καν να τις προσέχουμε στην καθημερινότητά μας προέρχονται από τους γείτονές μας. Ωστόσο, οι περισσότεροι από εμάς τις χρησιμοποιούμε καθημερινά και ασυναίσθητα, χωρίς να ξέρουμε από πού προέρχονται.
Παραθέτω εδώ μια λίστα με κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις κατά την άποψή μου:
- καθημερινές λέξεις οικιακής χρήσης όπως dolap, çanta, tavan, çay, brik, tencere, kapak (ντουλάπι, τσάντα, ταβάνι, τσάι, μπρίκι, τέντζερης, καπάκι). Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν πάρα πολλές λέξεις, αλλά δεν αξίζει να αναφερθούν όλες.
- Λέξεις που συνήθως συνδέονται στενά με τον ελληνισμό και την «ελληνικότητα» όπως μεράκι (merak) και νταλκάς (dalga). Εδώ ωστόσο παρατηρείται αλλαγή στη σημασία. Στα ελληνικά, σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη, το μεράκι ορίζεται ως:
- πολύ έντονη επιθυμία·
- έντονη αγάπη και φροντίδα για κτ., ιδίως για ορισμένη δραστηριότητα·
- (συνήθ. πληθ.) έντονα ευάρεστο συναίσθημα που συνήθ. προέρχεται από τη διασκέδαση·
Αντίθετα, η πρώτη έννοια της λέξης merak στα τουρκικά είναι περιέργεια. Κατά δεύτερο λόγο είναι και το δικό μας «μεράκι», ενώ η τρίτη έννοια δεν συναντάται.
Όσο για τον «νταλκά», στα ελληνικά σημαίνει αποκλειστικά τον πόνο που προέρχεται από ερωτική απογοήτευση. Στα τουρκικά dalga σημαίνει κυρίως κύμα και δευτερευόντως τη «μαστούρα» όπως θα λέγαμε εμείς που προέρχεται από τα ναρκωτικά, αλλά και το περαστικό ερωτοχτύπημα.
- Λέξεις που εκφράζουν συναισθήματα ή καταστάσεις του πνεύματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ρήμα bıkmak (βαριέμαι, κουράζομαι από κάτι) που έχει μεταφερθεί στα ελληνικά ως μπουχτίζω. Το ενδιαφέρον με αυτό το ρήμα είναι ότι όπως βλέπετε και εσείς, στο απαρέμφατό του δεν μοιάζει με τη δική μας εκδοχή. Η συνηθέστερη χρήση του είναι στον αόριστο, όπως και στα ελληνικά (πολύ συχνότερα θα πούμε μπούχτισα παρά μπουχτίζω ή θα μπουχτίσω), ο οποίος ακούγεται περίπου ως «μπικτίμ» από όπου και προέρχεται το ελληνικό ρήμα. Μια άλλη, πιο γνωστή περίπτωση είναι το ρήμα μπαϊλντίζω: χρησιμοποιείται μάλλον περισσότερο στο Βορρά και είναι γνωστό σε όλους από το «Ιμάμ Μπαϊλντί» επομένως είναι μία από τις λέξεις που είναι πιο εμφανώς τουρκικής καταγωγής. Και πάλι προέρχεται από τον αόριστο ενός τουρκικού ρήματος, του ρήματος bağılmak, που σημαίνει ζαλίζομαι. Στα ελληνικά η έννοια έχει διευρυνθεί και χρησιμοποιείται περισσότερο για την ψυχολογική παρά για τη σωματική «ζάλη».
- Και για να δώσουμε και μια μουσική νότα, ο μπαγλαμάς, κατεξοχήν «ελληνικό» όργανο. Το όργανο στα τουρκικά ονομάζεται bağlama και προέρχεται από το ρήμα bağlamak που σημαίνει δένω, από όπου βέβαια προέρχεται και το δικό μας «μπαγλαρώνω».
Αυτό που βρίσκω ενδιαφέρον σε όλες τις παραπάνω λέξεις είναι ότι, σε αντίθεση με λέξεις όπως «βαρόνος», «μπουρζουαζία» και «κονστρουκτιβισμός» που έχουμε δανειστεί από ευρωπαϊκές γλώσσες, οι λέξεις που προέρχονται από τα τουρκικά στη γλώσσα μας είναι συνήθως λέξεις συναισθηματικές, γεμάτες νόημα και αναμνήσεις, λέξεις που κάτι «λένε» σε όλους μας όταν τις ακούμε. Κι αν δεν είναι συναισθηματικές, είναι λέξεις με τις οποίες έχουμε μεγαλώσει και δεν θα μπορούσαμε εύκολα να τις αποβάλουμε από το λεξιλόγιό μας, ακόμα κι αν κάποιες από αυτές έχουν ελληνικά συνώνυμα (η τσάντα λέγεται φυσικά και σάκος και το ταβάνι λέγεται και οροφή).
Ίσως αν κοιτάξουμε λίγο πιο βαθιά μέσα μας, θα μπορέσουμε να δούμε ότι με τους γείτονές μας δεν έχουμε μόνο πράγματα να μας χωρίζουν, αλλά και πράγματα που μας ενώνουν σε ένα κοινό παρελθόν, χωρίς καμία πρόθεση να κρίνω αυτό το παρελθόν θετικά ή αρνητικά εδώ…το συμπέρασμα δικό σας.