Συνέντευξη του μήνα – Βασίλης Τομανάς
(μεταφραστής-εκδότης) 

Ο Βασίλης Τομανάς στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου «Ο Τεχνίτης» στη Σπάρτη.

(Please scroll down to read the interview in English.)

Τι σας τράβηξε στη μετάφραση και πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με αυτή;

Ήταν τυχαία η πρώτη μου επαφή με τη μετάφραση. Μια φίλη μου μού ζήτησε το 1975 να της μεταφράσω ένα κείμενο από ένα ανατρεπτικό γαλλικό περιοδικό. Το κείμενο μου κέντρισε το ενδιαφέρον και έτσι άρχισα να το μεταφράζω. Η διαδικασία με γοήτευσε, ένιωσα και ότι έδινε νόημα στις γνώσεις που είχα και τις χρησιμοποιούσα μόνο σε συζητήσεις. Μου ανοίχτηκε ένας χώρος επικοινωνίας με ανθρώπους όχι του άμεσου περιβάλλοντός μου, και έτσι άρχισα να μεταφράζω αδιαλείπτως μετά το πέρας της στρατιωτικής μου θητείας (τον Ιούνιο του 1978).

 

Πώς αντιμετωπίζετε τη μεταφραστική διαδικασία στη λογοτεχνική μετάφραση γενικά; Μιλήστε μας ειδικότερα και για το έργο για το οποίο λάβατε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης το 1999.

Προσπαθώ να συλλάβω το πνεύμα του συγγραφέα, δηλαδή από ποια σκοπιά βλέπει τα πράγματα. Επειδή σχεδόν πάντα μεταφράζω συγγραφείς με απόψεις που μου μιλάνε, τα δύσκολα σημεία, από άποψη νοήματος, είναι λιγοστά. Τα λεξιλογικώς δύσκολα σημεία τα αντιμετωπίζω με τα λεξικά. Σημειωτέον ότι δεν έχω ζήσει στο εξωτερικό, και συνεπώς μπορώ και μεταφράζω μόνο κείμενα που δεν έχουν πολλούς σύγχρονους ιδιωματισμούς. Βέβαια, πάντα καταφεύγω στο λεξικό και σε φίλους που έχουν ζήσει έξω. Επίσης, καταγράφω όποια νέα έκφραση διαβάζω σε εφημερίδες, περιοδικά ή βιβλία.

Με έχουν κατηγορήσει ότι μένω πολύ πιστός στους συγγραφείς που μεταφράζω, γιατί προσπαθώ ν’ αποδώσω το ύφος και τη γραφή τους. Για παράδειγμα, ο Κάφκα είναι λιτός συγγραφέας. Γράφει απλή γλώσσα, χωρίς λογοτεχνικότητες. Άμα διαβάσετε παλιότερες μεταφράσεις του από δόκιμους λογοτέχνες, θα δείτε ότι τον «εκλογοτεχνίζουν». Λάθος, κατά τη γνώμη μου. Πρέπει ν’ αποδοθεί η λιτότητα της γραφής του. Αντίστοιχα, ο Τόμας Μπέρνχαρντ, που για τη μετάφραση του έργου του «Διόρθωση» τιμήθηκα με το Κρατικό Βραβείο το 1999, γράφει ιδιόρρυθμα: προτάσεις που απλώνονται σε μιάμιση και δυο σελίδες, με τσαμπιά αναφορικών, αλλά και κοφτές φράσεις αλλού, ενώ τα κείμενά του έχουν μια μουσικότητα. Αυτό προσπάθησα να διατηρήσω, και κατ’ άλλους πέτυχα, κατ’ άλλους όχι. Το νόστιμο με τη «Διόρθωση» είναι ότι βασίζεται σε κάτι το οποίο αναφέρει ο Σέννετ στον «Τεχνίτη»: στο υποκεφάλαιο με θέμα την ιστορία δύο σπιτιών μιλά για την ιδεοληψία του φιλοσόφου Λούντβιχ Βίττγκενσταϊν με το σπίτι της αδελφής του. Αυτήν ακριβώς την ιστορία επεξεργάζεται ο Μπέρνχαρντ στη «Διόρθωση».

 

Τι είναι αυτό που οδηγεί ένα μεταφραστή να αποκτήσει το δικό του εκδοτικό οίκο; 

Αυτό που οδήγησε εμένα να στήσω τον εκδοτικό οίκο «Νησίδες» ήταν η δυσκολία μου να πληρωθώ για τη δουλειά μου. Παρακαλούσα, παρακαλούσα σαν ζητιάνος, για να πάρω τα χρήματα που δικαιούμουν και τα οποία ήταν λιγοστά σε σχέση με τον κόπο που απαιτεί μια μετάφραση. Είχα φτάσει να πληρώνομαι με βιβλία. Δηλαδή, έπαιρνα αντί για χρήματα βιβλία, τα οποία κατόπιν πουλούσα για να εισπράξω αυτά που δικαιούμουν. Με τις δικές μου εκδόσεις έχω επιπλέον την ελευθερία να επιλέγω τι θα μεταφράσω και θα εκδώσω και δεν εξαρτώμαι από τις επιλογές άλλων.

 

Έχετε μεταφράσει πάρα πολλά βιβλία. Πώς επιλέγετε τους τίτλους που θα μεταφράσετε και εκδώσετε; 

Με βάση το αν μου μιλούν ή όχι, το αν πιστεύω εγώ με τα δικά μου κριτήρια ότι μπορούν να ξυπνήσουν κάποιους αναγνώστες ή να βοηθήσουν στην αλλαγή του κόσμου γύρω μας. Φυσικά, σύμφωνα πάντα με την δική μου αντίληψη για το τι κατατείνει στην αυτονομία του ανθρώπου και στη συνεργασία του με τους άλλους ανθρώπους, για το τι  μπορεί να βοηθήσει  στην αλλαγή της ελεεινής κοινωνίας στην οποία ζούμε.

 

Πώς κρίνετε το παρόν της μετάφρασης και των εκδόσεων και τι προκρίνετε για το μέλλον τους;

Οι εκδοτικοί οίκοι είναι επιχειρήσεις, οι οποίες πρέπει να επιβιώσουν. Συνεπώς, κινούνται όπως όλες οι άλλες επιχειρήσεις: κυνηγούν το βιβλίο που θα πουλήσει καλά. Δεν είμαι σε θέση να έχω γνώμη για το τι πρέπει να κάνουν οι μεγάλες επιχειρήσεις, γιατί έχω έναν μικρό εκδοτικό οίκο τον οποίο κινεί ένας μόνον άνθρωπος. Δεν αντιμετωπίζω, δηλαδή, τα προβλήματα μιας μεγάλης επιχείρησης, αν και πρέπει να προσπαθώ πολύ για να επιβιώσει και η δική μου μικρή επιχείρηση. Δεν μπορώ να κυνηγήσω τα ευπώλητα, αλλά ψάχνω τα βιβλία που στις σημερινές, από κάθε άποψη δύσκολες συνθήκες μπορούν να δώσουν κάποιες απαντήσεις, να  γεννήσουν σκέψεις, να κινήσουν το ενδιαφέρον περισσότερων αναγνωστών. Πάντως, ορισμένες μεγάλες εκδοτικές επιχειρήσεις είναι πια οργανωμένες, σέβονται τους συνεργάτες τους και είναι εντάξει στις συναλλαγές τους.

Όσο για το μέλλον, έχουν εμφανιστεί εκδοτικές απόπειρες από χώρους όχι ακραιφνώς εμπορικούς. Αυτό είναι παρήγορο, γιατί το καινούργιο εμφανίζεται μόνο μέσα από καινοτόμες απόπειρες. Ας μη ξεχνούμε τι είχε πει ο αείμνηστος Άρης Αλεξάνδρου, όταν τον ρώτησαν για τους νέους, πρωτοεμφανιζόμενους μεταφραστές: οι δουλειές που γίνονται με μεράκι προσφέρουν πάντα κάτι, ανεξάρτητα από τυχόν αστοχίες και λάθη τους.

*****************************

Interview of the month – Vassilis Tomanas
(translator-publisher)

What was it that drew you to translation in the first place and how did you start working in the field?

It was by mere chance that I took my first chance with translation.  In 1975, a friend of mine asked me to translate a text from a subversive French magazine. The text intrigued me so I started translating it. I found the process very seducing; I felt the knowledge I had acquired and was using only in various conversations could be meaningful. A new communication space had opened up for me, and it included people I didn’t know so well, so, after I completed my military service, I started translating incessantly (that was in June 1978).

 

How do you deal with the difficulties, challenges, etc. of the translation process? What about literary translations? Tell as a bit about your translation that was awarded with the State Prize for the Literary Translation of Foreign Literature into Greek in 1999.

I try to capture the spirit of the writer, in other words, the way he/she perceives things. I usually don’t find it difficult to understand the meaning because I practically always translate the work of writers whose views reflect mine closely. When it comes to difficult words, I use dictionaries. Note that I haven’t lived abroad, so I can only translate texts that do not contain many modern idiomatic expressions. Of course, I always turn to the dictionary and to friends that have lived abroad. At the same time, I write down any new expression I come across in newspapers, magazines or books. I have been accused of staying too close to the writers I translate, because I try to convey their writing style and language. For instance, Kafka is a minimalist writer, using simple language, with no literary wording. If you read older translations of his works by acknowledged writers, you will see his style has become more literary; which is wrong in my opinion. You have to keep his minimalist writing. On the other hand, Thomas Bernhard, writes in a very peculiar way: his sentences extend to one and a half, even two pages, and include branches with relative clauses here, concise phrases there, while maintaining a certain musicality. This is the style I tried to maintain in the translation for which I was awarded the State Prize in 1999 (title of the original: Correction). Some people believe I was successful, some not. It’s funny, but “Correction” and Sennett’s “The Craftsman”[1] share the same story: in the subchapter telling the story of two houses, Sennett discusses philosopher Ludwig Wittgenstein’s obsession with his sister’s house. It is the same story that  Bernhard includes in his “Correction”.

 

What is it that drives a translator to found his own publishing house? 

What drove me to establish Nissides publishing house was the fact that I found it difficult to get paid for my work. I begged like a beggar to get the money I was owed, which was peanuts compared to the effort needed for a translation. In the end, I was getting paid in books. Instead of money, I got books which I then sold to gather the money I was owed. Today, running my own publishing house, I am in a position to freely choose what to translate and publish, and therefore I don’t depend on other people’s choices.

 

You have translated many a book. How do you choose the titles you translate and publish?

Based on whether they speak to me or not, if I believe, according to my own criteria, that they can be the wake-up call for some readers or help to change the world around us. Naturally, always based on my perception of what leads to people’s autonomy and mutual collaboration, of what can contribute to changing the society we live in.

 

What do you think of translation and publishing nowadays and what does the future hold?

Publishing houses are businesses, they need to survive. They therefore act like any other business; they go after the book that will sell well. I am not in a position to know what large businesses should do, because I own a small publishing house run by one and only person. This means that I am not faced with the problems of a large business, although I also have to work hard for the survival of my small company. I cannot aim for the best sellers, but I look for the books that in today’s hard times can give some answers, can spark thought, and draw the interest of more readers. In any case, some large publishing companies are now well organized, they respect their collaborators and fulfill their obligations. As for the future, some new publishing initiatives have appeared, and they have been developed within not strictly commercial spaces. This is encouraging, because new things can only come about through innovative initiatives. Let’s not forget what our beloved Aris Alexandrou had said when asked about the translators who are young and new in the field: the work that is done with passion always has something to offer, regardless of any misconstructions and mistakes.



[1] The presentation of the “The Craftsman” is where we met Mr. Tomanas, see picture above.